- μυτακισμός
- μυτακισμός, ὁ (ΑΜ)1. η συχνή χρήση τού γράμματος μυ2. (στη λατ. γλώσσα η προφορά τού τελικού m πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν.[ΕΤΥΜΟΛ. τ. σχηματισμένος από το γράμμα μῦ (βλ. λ. μυ [Ι]), κατά το ἰωτακίζω].
Dictionary of Greek. 2013.